δρῶσα

δρῶσα
δράω
do
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δρώσας — δρώσᾱς , δράω do pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) δρώσᾱς , δράω do pres part act fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρῶσ' — δρῶσα , δράω do pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δρῶσι , δράω do pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) δρῶσι , δράω do pres subj act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) δρῶσι , δράω do pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵδρωσα — ἵ̱δρωσα , ἱδρόω sweat aor ind act 1st sg ἵ̱δρωσα , ἱδρόω sweat aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • Αβικέννας — (Avicenna, Αφσανάχ, κοντά στην Μπουχάρα 980 – Χαμαντάν 1037). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πέρση φιλοσόφου και γιατρού Ιμπν Σινά. Το έργο του Κανών της Ιατρικής,που το μετέφρασε λατινικά τον 12o αι. ο Γκεράρντο ντα Κρεμόνα, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Όικεν, Ρούντολφ Κρίστοφ — (Rudolf Kristof Eucken, Άουριχ, Όστφρησλαντ 1846 – Ιένα 1926). Γερμανός νεοϊδεαλιστής φιλόσοφος. Διετέλεσε καθηγητής στη Βασιλεία και στην Ιένα και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ (1908). Ο Ό. εκπροσωπούσε στη Γερμανία την αντίδραση κατά της… …   Dictionary of Greek

  • ἱδρώσας — ἱ̱δρώσᾱς , ἱδρόω sweat aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”